της Ντίνας Τζουβάλα
Εντελώς σχηματικά, δύο είναι οι αντιτιθέμενες αντιλήψεις για τους «αγανακτισμένους»: Από τη μία «το να κατεβαίνει ο κόσμος στο δρόμο- άνευ ετέρου- είναι καλό»». Από την άλλη, «τέτοιου είδους γεγονότα είναι εγγενώς επικίνδυνα». Νομίζω πως αξίζει να εξετάσουμε αυτές τις δύο οπτικές. Όχι για να καταλήξουμε σε τελικά συμπεράσματα πάνω σε κάτι που ακόμα εξελίσσεται, αλλά για να προσπαθήσουμε να αποκτήσουμε τα αναλυτικά εργαλεία με τα οποία θα το αντιμετωπίζουμε.
Η πρώτη αντίληψη πατάει στο υπαρκτό δεδομένο ότι τουλάχιστον μέχρι σήμερα δεν υπάρχει στην Ελλάδα μαζικός (ακρο)δεξιός ριζοσπαστισμός. Ως εκ τούτου, οι επιλογές μέχρι τώρα ήταν δύο. Η μία, η «δεξιά», ήταν να κάθεσαι σπίτι σου, στον καναπέ και την τηλεόρασή σου. Η άλλη, η «αριστερή», ήταν να βρίσκεσαι στο δρόμο. Και απ’ τη στιγμή που έβγαινες στο δρόμο γινόσουν κομμάτι ενός τουλάχιστον προοδευτικού αγώνα. Με βάση αυτό το σχήμα, όντως, το ότι άνθρωποι οι οποίοι μέχρι πρότινος δεν συμμετείχαν σε διαμαρτυρίες αποφάσισαν να κινητοποιηθούν είναι μια θετική εξέλιξη. Παραμένει όμως μια επιφύλαξη. Θεωρώ υπαρκτό και άξιο μελέτης το ενδεχόμενο να βρισκόμαστε μπροστά στις απαρχές της συγκρότησης ενός (ακρο)δεξιού ριζοσπαστικού κινήματος. Δεν ισχυρίζομαι ότι στο Σύνταγμα συμβαίνει ήδη αυτό. Ισχυρίζομαι όμως ότι ίσως είναι λίγο αφελές πλέον να αντιμετωπίζουμε το τρίπτυχο «δρόμος-συνέλευση-πορεία» ως εγγυήσεις αριστερής ή, έστω, «προοδευτικής» δυναμικής.
"Όποια και όποιος μπαίνει στον κόπο να κάνει μια βόλτα στις πορείες (ναι, στις «κανονικές» πορείες, εκεί που υπάρχουν κόμματα και πανό) θά΄ χει δει πολύ περισσότερες ελληνικές σημαίες και θά’χει ακούσει πολύ περισσότερα συνθήματα «υπόπτου» περιεχομένου. Στις «κανονικές» πορείες, όμως, δεν υπάρχει τόσο μεγάλο ενδιαφέρον καταγραφής. Ο λόγος γενικά είναι απλός: Εκεί, όλα συμβαίνουν όπως τα έχουμε συνηθίσει, όπως επιτάσσει η αριστερή μας θρησκεία."
Σίγουρα, δεν ανήκω σε αυτούς που ενθουσιάστηκαν με το facebook-ικό κάλεσμα για την ακομμάτιστη και «μη-ιδεολογική» (!) διαμαρτυρία στο Σύνταγμα. Αν κάτι όμως κατάλαβα πριν αποκτήσω γνώμη για όσα γίνονται στο Σύνταγμα είναι ότι από εκείνη τη στιγμή ξεκίνησαν οι αντεγκλήσεις.
Εντελώς σχηματικά, δύο είναι οι αντιτιθέμενες αντιλήψεις για τους «αγανακτισμένους»: Από τη μία «το να κατεβαίνει ο κόσμος στο δρόμο- άνευ ετέρου- είναι καλό»». Από την άλλη, «τέτοιου είδους γεγονότα είναι εγγενώς επικίνδυνα». Νομίζω πως αξίζει να εξετάσουμε αυτές τις δύο οπτικές. Όχι για να καταλήξουμε σε τελικά συμπεράσματα πάνω σε κάτι που ακόμα εξελίσσεται, αλλά για να προσπαθήσουμε να αποκτήσουμε τα αναλυτικά εργαλεία με τα οποία θα το αντιμετωπίζουμε.
Η πρώτη αντίληψη πατάει στο υπαρκτό δεδομένο ότι τουλάχιστον μέχρι σήμερα δεν υπάρχει στην Ελλάδα μαζικός (ακρο)δεξιός ριζοσπαστισμός. Ως εκ τούτου, οι επιλογές μέχρι τώρα ήταν δύο. Η μία, η «δεξιά», ήταν να κάθεσαι σπίτι σου, στον καναπέ και την τηλεόρασή σου. Η άλλη, η «αριστερή», ήταν να βρίσκεσαι στο δρόμο. Και απ’ τη στιγμή που έβγαινες στο δρόμο γινόσουν κομμάτι ενός τουλάχιστον προοδευτικού αγώνα. Με βάση αυτό το σχήμα, όντως, το ότι άνθρωποι οι οποίοι μέχρι πρότινος δεν συμμετείχαν σε διαμαρτυρίες αποφάσισαν να κινητοποιηθούν είναι μια θετική εξέλιξη. Παραμένει όμως μια επιφύλαξη. Θεωρώ υπαρκτό και άξιο μελέτης το ενδεχόμενο να βρισκόμαστε μπροστά στις απαρχές της συγκρότησης ενός (ακρο)δεξιού ριζοσπαστικού κινήματος. Δεν ισχυρίζομαι ότι στο Σύνταγμα συμβαίνει ήδη αυτό. Ισχυρίζομαι όμως ότι ίσως είναι λίγο αφελές πλέον να αντιμετωπίζουμε το τρίπτυχο «δρόμος-συνέλευση-πορεία» ως εγγυήσεις αριστερής ή, έστω, «προοδευτικής» δυναμικής.
Η δεύτερη αντίληψη δεν έχει την αφέλεια της πρώτης. Έχει όμως έντονα στοιχεία «αριστερού τοτεμισμού». Εξηγούμαι. Το να μετράμε ελληνικές σημαίες και εθνικο-λαϊκά συνθήματα έχει το ενδιαφέρον του, ειδικά αν θέλουμε να διαπιστώσουμε έμπρακτα αν υλοποιείται ο κίνδυνος που περιέγραψα παραπάνω. Δεν καταλαβαίνω όμως γιατί αυτό πρέπει να το κάνουμε μόνο ως προς τα γεγονότα του Συντάγματος. Όποια και όποιος μπαίνει στον κόπο να κάνει μια βόλτα στις πορείες (ναι, στις «κανονικές» πορείες, εκεί που υπάρχουν κόμματα και πανό) θά΄ χει δει πολύ περισσότερες ελληνικές σημαίες και θά’χει ακούσει πολύ περισσότερα συνθήματα «υπόπτου» περιεχομένου. Στις «κανονικές» πορείες, όμως, δεν υπάρχει τόσο μεγάλο ενδιαφέρον καταγραφής. Ο λόγος γενικά είναι απλός: Εκεί, όλα συμβαίνουν όπως τα έχουμε συνηθίσει, όπως επιτάσσει η αριστερή μας θρησκεία. Είναι τουλάχιστον ανησυχητική η επιθυμία της Αριστεράς για μια «κανονικότητα», έστω κι αν αυτή είναι η μεταπολιτευτική κανονικότητα των αγώνων. Όλα αυτά θυμίζουν έντονα τελετουργικά κάποιας φυλής. Όχι μόνο για τη σταθερή επαναληψιμότητά τους, ακόμα και όταν δεν έχουν κανένα πρακτικό αποτέλεσμα. Κυρίως, επειδή είναι ακριβώς αυτά τα τελετουργικά που μας συγκροτούν ως φυλή, διαχωρίζοντάς μας από τους «άλλους», οι οποίοι αυτόματα ταυτίζονται με το εγγενώς κατώτερο.
Σε τελική ανάλυση, αναρωτιέμαι γιατί ο Δεκέμβρης του 2008 ήταν λιγότερο «επικίνδυνος» από τους αγανακτισμένους στο Σύνταγμα. Εκτός αν έχουμε ξεχάσει πόση εχθρότητα υπήρχε προς κάθε οργανωμένη συλλογικότητα εκείνες τις μέρες, εκτός αν δεν θυμόμαστε πόσες βαθιά αντικοινωνικές πράξεις έλαβαν χώρα εκείνο το δεκαπενθήμερο. Τότε όμως η στήριξη της εξέγερσης ήταν μονόδρομος, τουλάχιστον για ένα κομμάτι της Αριστεράς.
Σε τελική ανάλυση, αναρωτιέμαι γιατί ο Δεκέμβρης του 2008 ήταν λιγότερο «επικίνδυνος» από τους αγανακτισμένους στο Σύνταγμα. Εκτός αν έχουμε ξεχάσει πόση εχθρότητα υπήρχε προς κάθε οργανωμένη συλλογικότητα εκείνες τις μέρες, εκτός αν δεν θυμόμαστε πόσες βαθιά αντικοινωνικές πράξεις έλαβαν χώρα εκείνο το δεκαπενθήμερο. Τότε όμως η στήριξη της εξέγερσης ήταν μονόδρομος, τουλάχιστον για ένα κομμάτι της Αριστεράς.
Το παράδειγμα του Δεκέμβρη δεν μου ήρθε στο νου μόνο εξαιτίας της όποιας ομοιότητας. Έχω την έντονη αίσθηση πως ακριβώς στο Δεκέμβρη του 2008 βρίσκονται οι αιτίες του σημερινού μας φόβου για το Σύνταγμα. Όσα ακολούθησαν εκείνες τις μέρες μας έχουν πείσει ότι είναι σχεδόν βέβαιο πως κάθε εξέγερση θα ηττάται, και σαν μόνη συνέπεια θα έχει το «πολιτικό κόστος» των δυνάμεων που τη στήριξαν. Αν όμως φτάσουμε, έστω και υπόρρητα, σ’ αυτή την παραδοχή, απλά θέτουμε εαυτούς εκτός πολιτικής. Κάνουμε, δηλαδή, ακριβώς αυτό για το οποίο «κατηγορούμε» τους «απολίτικους αγανακτισμένους». Ή θεωρούμε ότι (μόνη) πολιτική είναι η πιστή επανάληψη όσων μάθαμε μέχρι τώρα, μέχρι να φωτιστεί ο λαός και να καταλάβει την τύφλωση που δεν του επέτρεπε να δει πόσο σωστές είναι οι προτάσεις και οι πρακτικές μας.
Δεν έχω ιδέα τι συμβαίνει στο Σύνταγμα, όπως δεν είχα ιδέα τι συνέβαινε το Δεκέμβρη. Κυρίως, δεν έχω ιδέα τι θα συμβεί. Είμαι όμως πεισμένη ότι καλύτερα να είμαστε κομμάτι αυτού που θα συμβεί. Αλλιώς, υπάρχει πάντα η παρηγορητική αγκαλιά του Περισσού.
Δεν έχω ιδέα τι συμβαίνει στο Σύνταγμα, όπως δεν είχα ιδέα τι συνέβαινε το Δεκέμβρη. Κυρίως, δεν έχω ιδέα τι θα συμβεί. Είμαι όμως πεισμένη ότι καλύτερα να είμαστε κομμάτι αυτού που θα συμβεί. Αλλιώς, υπάρχει πάντα η παρηγορητική αγκαλιά του Περισσού.
(η φωτογραφία είναι από το Aformi's Blog)
Εγώ πάλι βλέπω πως το Δεκέμβρη του '08 τα κανάλια έτρεχαν πίσω από τα γεγονότα ασθμαίνοντας και προσπαθώντας να τον ερμηνεύσουν, περιγράψουν, αλλοιώσουν, ενώ σήμερα τα Μέσα προτρέπουν, καθοδηγούν και μέσα στα πλαίσιά τους περιγράφουν ό,τι γίνεται. Νομίζω πως το θέμα δεν είναι τα "τελετουργικά της φυλής", αλλά τα τελετουργικά των Μέσων. Καλημέρα..
ΑπάντησηΔιαγραφήΓιώργο καλημέρα!
ΑπάντησηΔιαγραφήΔεν συμφωνώ με ολόκληρο το κείμενο, ούτε θα διαφωνήσω με όσα γράφεις. Στο κείμενο μου αρέσει η κριτική στην αμήχανη στάση της αριστεράς απέναντι σε οτιδήποτε δεν κατατάσσεται σε δίπολα. Κάτι τέτοιο φαίνεται να είναι κι αυτό που ζούμε τούτες τις μέρες. Το προς τα που θα πάει εξαρτάται και απ' όλους εμάς. Πάντως σε πρώτη φάση έδειξε με εντυπωσιακό τρόπο το τεράστιο έλλειμμα αντιπροσώπευσης που υπήρχε και υπάρχει. Όλοι μας-και κυρίως τα αριστερά κόμματα και οι συνδικαλιστικές οργανώσεις-νομίζω πως πρέπει να ξεκινάμε τις σκέψεις μας για ό,τι συμβαίνει στις πλατείες με αυτό.