Βρήκα μια μικρή εκκλησία όλο τρεχούμενα νερά και την κρέμασα
στον τοίχο.
Τα μανουάλια της είναι πήλινα και μοιάζουν με τα δάχτυλά μου όταν γράφω.
Από το πως αστράφτουν τα τζάμια καταλαβαίνω αν πέρασε άγγελος.
Και συχνά κάθομαι τ' απογέματα έξω στο πεζούλι και κρατιέμαι στις κακοκαιρίες όπως το γεράνι.
Από μακριά την είδα νά 'ρχεται καταπάνω μου.
Φορούσε παπούτσια πάνινα και προχωρούσε αλαφρή κι ασπρόμαυρη.
Ως κι ο σκύλος πίσω της, βουτούσε ως τα μισά μέσα στο μαύρο.
Γέρασα να περιμένω, αλήθεια.
Κι είναι τώρα πολύ αργά για να καταλάβω πως όσο εκείνη προχωρούσε τόσο το κενό μεγάλωνε, κι ότι δεν επρόκειτο να συναντηθούμε ποτέ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου