"...κι ανθίζουμε εμείς έμπιστοι κι ωραίοι καθώς τα πλάσματα την πρώτη μέρα του θεού που δεν είχαν ρωτήσει κι' απορήσει."
VI
Αγαπημένη
δεν έχω παρά μόνο μιας στιγμής
τη ζωή και το φτερούγισμα.
Δε βλέπεις
πάνω στο δέρμα μου
το πρωτάνοιχτο θάμβος;
Δεν ακούς
μες στις ίνες μου
μύρια φτερά μικρών κορυδαλλών
που μόλις τ’ άγγιξε
η πρώτη ακτίνα
της αυγής;
Πόσο είμαι νέος.
Πόσο είμαι νέος
κάτω απ’ τα βλέφαρα σου.
Τα πολυτρίχια
των αρχαίων πηγών
που συναθροίζουν τ’ αργυρά τους δάκρυα
σε γαλανούς καθρέφτες ουρανού
κοιμούνται πίσω απ’ τα μάτια μου
που σε βλέπουν.
Καμιά διάσπαση.
Η μνήμη των αποχαιρετισμών
δε ρυτιδώνει τα χέρια μου
που όρθρισαν μέσα στα χέρια σου.
Γεύομαι στα χείλη σου
την πρασινάδα της εξοχής
και τους θρύλους της θάλασσας.
Η ζέστα του κορμιού σου
με ντύνει τον ήλιο.
Σφράγισε τις χαραματιές
των παραθύρων.
Οι στοχασμοί και οι στίχοι
μακραίνουν μες τη νύχτα
κ' εμείς απ' την κλίνη μας
μόλις ακούμε τις φωνές τους
σαν ομιλίες μεθυσμένων
που αποτείνονται στη σκιά τους
και στη λυμφατική σελήνη.
Το φως των ηγεμονικών μαλλιών σου
σκεπάζει τους ώμους της νύχτας.
Βυθίζονται τ' άστρα
στους βυθούς των ματιών σου
κι ανθίζουμε εμείς
έμπιστοι κι ωραίοι
καθώς τα πλάσματα
την πρώτη μέρα του Θεού
που δεν είχαν ρωτήσει κι' απορήσει.
VI
Αγαπημένη
δεν έχω παρά μόνο μιας στιγμής
τη ζωή και το φτερούγισμα.
Δε βλέπεις
πάνω στο δέρμα μου
το πρωτάνοιχτο θάμβος;
Δεν ακούς
μες στις ίνες μου
μύρια φτερά μικρών κορυδαλλών
που μόλις τ’ άγγιξε
η πρώτη ακτίνα
της αυγής;
Πόσο είμαι νέος.
Πόσο είμαι νέος
κάτω απ’ τα βλέφαρα σου.
Τα πολυτρίχια
των αρχαίων πηγών
που συναθροίζουν τ’ αργυρά τους δάκρυα
σε γαλανούς καθρέφτες ουρανού
κοιμούνται πίσω απ’ τα μάτια μου
που σε βλέπουν.
Καμιά διάσπαση.
Η μνήμη των αποχαιρετισμών
δε ρυτιδώνει τα χέρια μου
που όρθρισαν μέσα στα χέρια σου.
Γεύομαι στα χείλη σου
την πρασινάδα της εξοχής
και τους θρύλους της θάλασσας.
Η ζέστα του κορμιού σου
με ντύνει τον ήλιο.
Σφράγισε τις χαραματιές
των παραθύρων.
Οι στοχασμοί και οι στίχοι
μακραίνουν μες τη νύχτα
κ' εμείς απ' την κλίνη μας
μόλις ακούμε τις φωνές τους
σαν ομιλίες μεθυσμένων
που αποτείνονται στη σκιά τους
και στη λυμφατική σελήνη.
Το φως των ηγεμονικών μαλλιών σου
σκεπάζει τους ώμους της νύχτας.
Βυθίζονται τ' άστρα
στους βυθούς των ματιών σου
κι ανθίζουμε εμείς
έμπιστοι κι ωραίοι
καθώς τα πλάσματα
την πρώτη μέρα του Θεού
που δεν είχαν ρωτήσει κι' απορήσει.
Μπράβο βρε καλώδιε.
ΑπάντησηΔιαγραφήΝισάφι πια αυτή η εκλογικούρα.
Άννα