|
Στ´ Κάτω στὶς δάφνες κάτω στὶς ἄσπρες πικροδάφνες κάτω στὸν ἀγκαθερὸ βράχο κι ἡ θάλασσα στὰ πόδια μας γυάλινη. Θυμήσου τὸ χιτῶνα ποὺ ἔβλεπες ν᾿ ἀνοίγει καὶ νὰ ξεγλιστρᾷ πάνω στὴ γύμνια κι ἔπεσε γύρω στοὺς ἀστραγάλους νεκρός - ἂν ἔπεφτε ἔτσι αὐτὸς ὁ ὕπνος ἀνάμεσα στὶς δάφνες τῶν νεκρῶν.
|
Ζ´ Ἡ λεῦκα στὸ μικρὸ περιβόλι ἡ ἀνάσα της μετρᾷ τὶς ὦρες σου μέρα καὶ νύχτα· κλεψύδρα ποὺ γεμίζει ὁ οὐρανός. Στὴ δύναμη τοῦ φεγγαριοῦ τὰ φύλλα της σέρνουν μαῦρα πατήματα στὸν ἄσπρο τοῖχο. Στὸ σύνορο εἶναι λιγοστὰ τὰ πεῦκα ἔπειτα μάρμαρα καὶ φωταψίες κι ἄνθρωποι καθὼς εἶναι πλασμένοι οἱ ἄνθρωποι. Ὁ κότσυφας ὅμως τιτιβίζει σὰν ἔρχεται νὰ πιεῖ κι ἀκοῦς καμιὰ φορὰ φωνὴ τῆς δεκοχτούρας. Στὸ μικρὸ περιβόλι δέκα δρασκελιὲς μπορεῖ νὰ ἰδεῖς τὸ φῶς τοῦ ἥλιου νὰ πέφτει σὲ δυὸ κόκκινα γαρούφαλα σὲ μίαν ἐλιὰ καὶ λίγο ἁγιόκλημα. Δέξου ποιὸς εἶσαι. Τὸ ποίημα μὴν τὸ καταποντίζεις στὰ βαθιὰ πλατάνια θρέψε το μὲ τὸ χῶμα καὶ τὸ βράχο ποὺ ἔχεις. Τὰ περισσότερα - σκάψε στὸν ἴδιο τόπο νὰ τὰ βρεῖς.
|
Η´ Τ᾿ ἄσπρο χαρτὶ σκληρὸς καθρέφτης ἐπιστρέφει μόνο ἐκεῖνο ποὺ ἤσουν. Τ᾿ ἄσπρο χαρτὶ μιλᾷ μὲ τὴ φωνή σου, τὴ δική σου φωνὴ ὄχι ἐκείνη ποὺ σ᾿ ἀρέσει· μουσική σου εἶναι ἡ ζωὴ αὐτὴ ποὺ σπατάλησες. Μπορεῖ νὰ τὴν ξανακερδίσεις ἂν τὸ θέλεις ἂν καρφωθεῖς σὲ τοῦτο τ᾿ ἀδιάφορο πρᾶγμα ποὺ σὲ ρίχνει πίσω ἐκεῖ ποὺ ξεκίνησες.Ταξίδεψες, εἶδες πολλὰ φεγγάρια πολλοὺς ἥλιους ἄγγιξες νεκροὺς καὶ ζωντανοὺς ἔνιωσες τὸν πόνο τοῦ παλικαριοῦ καὶ τὸ βογκητὸ τῆς γυναίκας τὴν πίκρα τοῦ ἄγουρου παιδιοῦ - ὅ,τι ἔνιωσες σωριάζεται ἀνυπόστατο ἂν δὲν ἐμπιστευτεῖς τοῦτο τὸ κενό. Ἴσως νὰ βρεῖς ἐκεῖ ὅ,τι νόμισες χαμένο· τὴ βάστηση τῆς νιότης, τὸ δίκαιο καταποντισμὸ τῆς ἡλικίας.Ζωή σου εἶναι ὅ,τι ἔδωσες τοῦτο τὸ κενὸ εἶναι ὅ,τι ἔδωσες τὸ ἄσπρο χαρτί.
Γιώργου Ιακωβίδη: "Η Άνοιξη"
|
Θ´ Μιλοῦσες γιὰ πράγματα ποὺ δὲν τά ῾βλεπαν κι αὐτοὶ γελοῦσαν. Ὅμως νὰ λάμνεις στὸ σκοτεινὸ ποταμὸ πάνω νερά· νὰ πηγαίνεις στὸν ἀγνοημένο δρόμο στὰ τυφλά, πεισματάρης καὶ νὰ γυρεύεις λόγια ριζωμένα σὰν τὸ πολύροζο λιόδεντρο - ἄφησε κι ἂς γελοῦν. Καὶ νὰ ποθεῖς νὰ κατοικήσει κι ὁ ἄλλος κόσμος στὴ σημερινὴ πνιγερὴ μοναξιὰ στ᾿ ἀφανισμένο τοῦτο παρὸν - ἄφησέ τους. Ὁ θαλασσινὸς ἄνεμος κι ἡ δροσιὰ τῆς αὐγῆς ὑπάρχουν χωρὶς νὰ τὸ ζητήσει κανένας.
|
Ι´ Τὴν ὥρα ποὺ τὰ ὀνείρατα ἀληθεύουν στὸ γλυκοχάραμα τῆς μέρας εἶδα τὰ χείλια ποὺ ἄνοιγαν φύλλο τὸ φύλλο. Ἔλαμπε ἕνα λιγνὸ δρεπάνι στὸν οὐρανό. Φοβήθηκα μὴν τὰ θερίσει.
|
ΙΑ´ Ἡ θάλασσα ποὺ ὀνομάζουν γαλήνη πλεούμενα κι ἄσπρα πανιὰ μπάτης ἀπὸ τὰ πεῦκα καὶ τ᾿ Ὄρος τῆς Αἴγινας λαχανιασμένη ἀνάσα· τὸ δέρμα σου γλιστροῦσε στὸ δέρμα της εὔκολο καὶ ζεστὸ σκέψη σχεδὸν ἀκάμωτη κι ἀμέσως ξεχασμένη. Μὰ στὰ ρηχὰ ἕνα καμακωμένο χταπόδι τίναξε μελάνι καὶ στὸ βυθὸ - ἂν συλλογιζόσουν ὡς ποῦ τελειώνουν τὰ ὄμορφα νησιά. Σὲ κοίταζα μ᾿ ὅλο τὸ φῶς καὶ τὸ σκοτάδι ποὺ ἔχω.
|
ΙΒ´ Τὸ αἷμα τώρα τινάζεται καθὼς φουσκώνει ἡ κάψα στὶς φλέβες τ᾿ οὐρανοῦ τ᾿ ἀφορμισμένου. Γυρεύει νὰ περάσει ἀπὸ τὸ θάνατο γιὰ νά ῾βρει τὴ χαρά. Τὸ φῶς εἶναι σφυγμὸς ὁλοένα πιὸ ἀργὸς καὶ πιὸ ἀργὸς θαρρεῖς πῶς πάει νὰ σταματήσει.
|
ΙΓ´ Λίγο ἀκόμη καὶ θὰ σταματήσει ὁ ἥλιος. Τὰ ξωτικὰ τῆς αὐγῆς φύσηξαν τὰ στεγνὰ κοχύλια· τὸ πουλὶ κελάηδησε τρεῖς φορὲς τρεῖς φορὲς μόνο· ἡ σαύρα πάνω στὴν ἄσπρη πέτρα μένει ἀκίνητη κοιτάζοντας τὸ φρυγμένο χόρτο ἐκεῖ ποὺ γλίστρησε ἡ δεντρογαλιά. Μαύρη φτερούγα σέρνει ἕνα βαθὺ χαράκι ψηλὰ στὸ θόλο τοῦ γαλάζιου - δές τον, θ᾿ ἀνοίξει. Ἀναστάσιμη ὠδίνη.
|
ΙΔ´ Τώρα, μὲ τὸ λιωμένο μολύβι τοῦ κλήδονα τὸ λαμπύρισμα τοῦ καλοκαιρινοῦ πελάγου, ἡ γύμνια ὁλόκληρής της ζωῆς· καὶ τὸ πέρασμα καὶ τὸ σταμάτημα καὶ τὸ πλάγιασμα καὶ τὸ τίναγμα τὰ χείλια τὸ χαϊδεμένο δέρας, ὅλα γυρεύουν νὰ καοῦν. Ὅπως τὸ πεῦκο καταμεσήμερα κυριεμένο ἀπ᾿ τὸ ρετσίνι βιάζεται νὰ γεννήσει φλόγα καὶ δὲ βαστᾷ πιὰ τὴν παιδωμή - φώναξε τὰ παιδιὰ νὰ μαζέψουν τὴ στάχτη καὶ νὰ τὴ σπείρουν. Ὅ,τι πέρασε πέρασε σωστά. Κι ἐκεῖνα ἀκόμη ποὺ δὲν πέρασαν πρέπει νὰ καοῦν τοῦτο τὸ μεσημέρι ποὺ καρφώθηκε ὁ ἥλιος στὴν καρδιὰ τοῦ ἑκατόφυλλου ρόδου.
Γιάννη Τσαρούχη: "Λουλούδια σε κερκυραϊκό βάζο"
|
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου